άχτι

άχτι
τό
1) злоба, мстительность;

βγάζω το άχτι μου — мстить;

τον έχω (στο) άχτι — иметь зуб на кого-л.;

2) страстное желание;

τό έχω άχτι να... — иметь сильное желание (что-л, сделать)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άχτι" в других словарях:

  • άχτι — το (λ. τουρκ.), διαρκής πόθος, καημός για εκδίκηση: Έφτασε η μέρα να βγάλω το άχτι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άχτι — το 1. επιθυμία για εκδίκηση 2. σφοδρή επιθυμία, πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahd «υποχρέωση, υπόσχεση», ενώ δεν θεωρείται πιθ. η ετυμολόγηση < άχθομαι] …   Dictionary of Greek

  • Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ah — interj. 1. Strigăt pricinuit de o durere fizică. 2. A2 (1). Trimis de ana zecheru, 13.09.2002. Sursa: DEX 98  AH interj. v. of! Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime  ah interj. Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»